- ταρτήσσιος
- -ία, -ον, Α [Ταρτησσός]1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσίαο κάτοικος τής Ταρτησσού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταρτήσσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτήσσιον — Ταρτήσσιος masc acc sg Ταρτήσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίαις — Ταρτήσσιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίῃσι — Ταρτήσσιος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσία — Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc/acc dual Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίας — Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem acc pl Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίων — Ταρτήσσιοι masc gen pl Ταρτήσσιος fem gen pl Ταρτήσσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίοις — Ταρτήσσιοι masc dat pl Ταρτήσσιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίους — Ταρτήσσιοι masc acc pl Ταρτήσσιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτήσσιοι — masc nom/voc pl Ταρτήσσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)